Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Μια συνέντευξη του Μίκη από τους “ΔΡΟΜΟΥΣ” του 1961

Με απασχόλησε πολύ τι εισαγωγή θα μπορούσα να γράψω, για να προετοιμάσω την παρουσίαση αυτής της συνέντευξης του Μίκη. Προέρχεται από τους “ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ”, του έτους 1961, στο τεύχος του Ιούλιου μήνα.

Το θέμα του ήταν το λαϊκό τραγούδι και οι κύκλοι τραγουδιών. Μίλησε για πολλά. Για το λαϊκό τραγούδι, για τη μουσική παιδεία, για τον ελληνικό λαό και τα ακούσματά του, για τους λαϊκούς τραγουδιστές.
Δεν έχω λόγια που να μπορέσουν να θεωρηθούν επαρκή για το μεγάλο δημιουργό μας.
Θα κλείσω την μικρή εισαγωγή μου επαναλαμβάνοντας τη μεγάλη αλήθεια για τον εαυτό του, αντγράφοντας τα λόγια του και προσυπογράφοντάς τα με όλη τη δύναμη της ψυχής και του μυαλού μου: “Πιστεύω ότι είμαι Έλληνας όχι αφηρημένα, θεωρητικά, αλλά συγκεκριμένα, τόσο στις μεγάλες γραμμές όσο και στις μικρές λεπτομέρειες.”

ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΟΠΕΡΑ

Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στον συνεργάτη μας Μίδα.

Βράχο – βράχο τον καημό μου
Τον μετράω και πονώ
Σκαρφαλωμένος στη σκαλωσιά, ένας εργάτης τραγουδάει. Η φωνή του δεν είναι βέβαια τίποτα σπουδαίο. Όμως η διάθεσή του είναι πηγαία.
Κι είναι το παράπονό μου
Πότε Μάνα θα σε δω…
Τραγούδι της «Πολιτείας». Της μεγάλης αυτής σκονισμένης Πολιτείας που τσακίζει ανθρώπους και σκοτώνει τα όνειρά τους. Όλη μέρα δουλειά και πόνος και κούραση. Όλη τη βδομάδα άγχος και κυνηγητό και λαχτάρα. Ώσπου να ‘ρθει το «Σαββατόβραδο» όταν «μοσχοβολούν οι γειτονιές, βασιλικό κι ασβέστη» για να ξαστερώσει το μυαλό, να ξεκουραστεί το σώμα.
Ξημερώνει Κυριακή. Χιλιάδες νέοι ξεκινάνε για εκδρομές στη θάλασσα.
«Στα παραθύρια τα πλατειά
Χαμογελούσε μια μυρτιά»

Τα πούλμαν και τα αυτοκίνητα γυρίζουν το βράδυ και φέρνουν στη ζεστή, σκονισμένη πόλη μια φρέσκια πνοή από το «Αρχιπέλαγος». Τα νιάτα τραγουδούν και χαίρονται, τραγουδούν και γλεντάνε, τραγουδούν και αγωνίζονται.
Οι μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη ζυμώνονται όλο και πιο πολύ με τη ζωή των Νεοελλήνων. Τι γνώμη έχει γι’ αυτή την εξέλιξη ο ίδιος ο συνθέτης; Ποια είναι τα σχέδιά του για το μέλλον; Ο Μίκης, όπως πάντα, έδειξε εξαιρετική προθυμία να κουβεντιάσει μαζί μας.
—Γεια σου Μίκη !
—Χαιρετώ τούς «Δρόμους της Ειρήνης».
—Βουνό με βουνό δε σμίγει, που λένε! Εδώ και έξη μήνες (στο τεύχος του Οκτωβρίου) σου είχαμε πάρει — πρώτοι εμείς — μια συνέντευξη για το λαϊκό τραγούδι. Το πλατύ Ελληνικό κοινό — που είχε μια θολή ιδέα για τις επιτυχίες σου στο εξωτερικό και τα κλασσικά σου κομμάτια — σε πρωτογνώριζε τότε με τα τραγούδια του «Επιτάφιου». Σήμερα, μέσα σ’ ένα εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα, σ’ έχουν μάθει όλοι. Οι κύκλοι των τραγουδιών σου, ο «Επιτάφιος», η «Πολιτεία», το «Αρχιπέλαγος» και οι «Λιποτάκτες» τράβηξαν το δρόμο τους και απλώθηκαν μέσα στις μάζες. Ποια είναι ή γνώμη σου γι’ αυτή την πορεία;
— Έχω παρατηρήσει τούτο. Το μεγάλο κοινό ανθίσταται στους στίχους των τραγουδιών μου. Ο λαός μας έχει μια γνήσια ποιητική παράδοση αλλά η μέχρι σήμερα μουσική αγωγή του τον έχει οδηγήσει σε μιαν αντανακλαστική σχεδόν αντίδραση προς κάθε τι που χρειάζεται κατανάλωση «φαιάς ουσίας». Η λεγομένη «ελαφρά» μουσική έχει καλλιεργήσει στο κοινό μια ροπή όχι προς το απλό αλλά προς το απλοϊκό. Υπάρχουν τραγούδια που βασανίζονται σ’ ένα μόνο εντυπωσιακό εύρημα….
—«Απόψε κάνεις μπαμ!». Τέτοια τραγούδια εννοείς;
—Ναι! Τραγούδια που περιέχουν ορισμένες φράσεις — συνθήματα. Πάρτε λ.χ. το «Ένα βράδυ που ‘βρεχε, που ‘βρεχε μονότονα». Η φράση αυτή και η ίδια λέξη «μονότονα» είναι κάτι που «κολλάει» εύκολα, κάτι που «πιάνει». Τη λες αυτόματα χωρίς καθόλου να σκεφτείς. Τραγούδια σαν τον «Υμηττό» τον «Ιλισσό» τη «Μαντουβάλα», τη «Σιγκοάλλα», ανεξάρτητα από τη μελωδία τους που δεν αποκλείεται να είναι όμορφη, έχουν κάνει πολύ κακό στη μουσική αγωγή του λαού μας. Κι όμως αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μουσική του παράδοση. Τα δημοτικά τραγούδια έχουν πολύ σύνθετα λόγια.
—Και πιστεύεις ότι επειδή τα δικά σου τραγούδια είναι πιο πολύπλοκα, πιο «δύσκολα» ο κόσμος αντιστέκεται σ’ αυτά;
—Ως ένα σημείο ναι! Αν παρατήρησες, όμως, υπάρχουν και σε μερικά δικά μου τραγούδια τέτοιες φράσεις – συνθήματα. Όπως είναι λ.χ. το «στα παραθύρια τα πλατειά» («Μυρτιά») και το «η μάνα σου είναι τρελή» («Μαργαρίτα – Μαργαρώ). Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές ακριβώς οι φράσεις αρέσουν ιδιαίτερα και τραγουδιούνται περισσότερο από την υψηλή ποίηση του «Επιταφίου».
»Όμως εδώ επεμβαίνει και ένας άλλος παράγοντας. Δεν είναι μόνο οι κακές συνήθειες του κοινού που πρέπει ν’ αλλάξουν. Πρέπει ακόμα και οι ποιητές μας να ξεπεράσουν μερικές αδυναμίες τους. Ο στίχος που θα μελοποιηθεί πρέπει να είναι αφομοιωμένος με τη μελωδία, κοφτός, συγκεκριμένος και σαφής. Το να γράφεις στίχους για τραγούδια είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την αυτόνομη ποιητική δημιουργία.

—Αυτό το πάντρεμα στίχου και μουσικής, σα να βγαίνουν και τα δυο απ’ την ίδια ανάσα, το βρίσκουμε συχνά στα καλά λαϊκά τραγούδια…
—Ναι! Πάρε ας πούμε, το «Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου». Μέσα σε τρεις σχεδόν λέξεις υπάρχει ένα ολοκληρωμένο ποιητικά νόημα, γνήσιο, απλό, ξεκάθαρο. Αυτό το τραγουδάει εύκολα ο λαός και τραγουδώντας το καλλιεργείται μουσικά, αισθητικά. Δεν έχει καμιά σχέση με τις «Μαντουβάλες»…
—Θ’ αξιοποιήσεις, φαντάζομαι, αυτές τις παρατηρήσεις στα επόμενα λαϊκά τραγούδια που θα γράψεις…

Επιχειρώ κάτι πιο δύσκολο.

—Νομίζω ότι έφτασε πια η στιγμή να κάνω κάτι πιο σύνθετο από το λαϊκό τραγούδι. Άλλωστε και μέχρι σήμερα απέφυγα τα μεμονωμένα τραγούδια. Αισθανόμουν πάντα την ανάγκη να κατατάσσω τα τραγούδια μου σε ξεχωριστές ενότητες, με ενιαία αισθητική φόρμα που να τα «δένει», να τους δίνει ιδιαίτερο όγκο, να τα κάνει κάτι κλειστό, ολοκληρωμένο. Έτσιέγραψα τούς κύκλους τραγουδιών μου, τον «Επιτάφιο», την «Πολιτεία», το «Αρχιπέλαγος» και τους «Λιποτάκτες».
—Κανονικά δηλαδή θα έπρεπε οι κύκλοι να τραγουδιούνται ολόκληροι.
—Αυτό όμως είναι δύσκολο γιατί το κοινό είναι συνηθισμένο διαφορετικά. Ύστερα τόσα τραγούδια το ένα ύστερα από το άλλο στη σειρά, κουράζουν.
—Ποιος είναι λοιπόν ό συνδετικός κρίκος που ψάχνεις;
—Υπάρχουν πολλές δυνατότητες. Κάτι ενδιαφέρον είναι αυτό που έγινε στην επιθεώρηση «Ώπα – Ώπα». Η παρουσίαση του κύκλου «Αρχιπέλαγος», χωρίς να είναι ακριβώς αυτό που ήθελα, αποτελεί μ’ όλα ταύτα, ένα πρώτο στάδιο σύνθεσης που μπορεί να εξελιχτεί. Σκοπεύω το χειμώνα να εμφανίσω τον «Επιτάφιο» σε μια συνθετική μορφή. Θα απαγγέλλεται το ποίημα του Ρίτσου και εκεί που έχω μελοποιήσει τα λόγια, θα παρεμβάλλονται τα τραγούδια.
—Ώστε αυτή την προσπάθεια της συνθετοποίησης την βλέπεις προς αυτή την κατεύθυνση;
—Όχι μόνο προς αυτή. Έχω γράψει ένα θεατρικό έργο, το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» με το οποίο επιχειρώ κάτι πιο δύσκολο. Το έργο αυτό στηρίζεται σ’ ένα κύκλο επτά λαϊκών τραγουδιών που αποτελούν τα χορικά και κλείνουν με το δοξαστικό που φέρνει την κάθαρση. Όλο το έργο είναι αφιερωμένο στον εμφύλιο πόλεμο. Κεντρικό πρόσωπο είναι μια χαροκαμένη μάνα. Τον άντρα της τον έχουν σκοτώσει οι Γερμανοί. Έχει δυο παιδιά που προσχωρούν στις δύο αντίθετες παρατάξεις. Ο διχασμός και η σύγκρουση μπαίνουν μέσα στην οικογένεια.
»Καταλαβαίνεις, το έργο στηρίζεται θεωρητικά στην εξής αρχή…»

Και ο Μίκης αρχίζει να εξηγεί με πολύ φλόγα τη σκέψη του. Ο άνθρωπος αυτός έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Σπάει όλα τα πλαίσια. Ξεκινάει να φτιάξει ένα τραγούδι, δεν του φτάνει, γράφει ολόκληρο κύκλο πάλι δεν του φτάνει, ψάχνει για νέες μορφές σύνθεσης, ετοιμάζει θεατρικά έργα, λαϊκές λειτουργίες («Άξιον εστί») και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμη. Κρύβει μέσα του μια χειμαρρώδη δύναμη που ανατρέπει τα φράγματα, τα καλούπια, τις φόρμες. Ως και μια απλή συνέντευξη σαν ετούτη εδώ, δεν του φτάνει. Την μετατρέπει πότε σε διάλεξη για την ποίηση, πότε σε μουσικολογική ανάλυση, πότε σε θεωρητικό δοκίμιο.
Ο Μίκης, λοιπόν, πιστεύει ότι το χαρακτηριστικό της εποχής του εμφύλιου πολέμου είναι η επίδραση των ιδεών πάνω στις απλές σχέσεις των ανθρώπων και κυρίως στη σχέση αίματος.

—Η πάλη των ιδεών έσπασε το πρωτογενές κοινωνικά κύτταρο, την οικογένεια και αυτό είναι κάτι τραγικό και συνάμα κάτι ιστορικά αναγκαίο. Ύστερα όμως από την κρίση, τη σύγκρουση, όταν έλθει η στιγμή της περισυλλογής και της επανόρθωσης τότε οι άπλες σχέσεις αποκαθίστανται και το πρωτογενές κύτταρο ξαναδημιουργείται ενιαίο και συμπαγές.

Το «τραγούδι του Νεκρού Αδελφού»

Μπορεί κανείς να συμφωνεί εν όλω ή εν μέρει, με το Μίκη στις απόψεις του αυτές. Η συζήτηση, πολύ ενδιαφέρουσα — θα μας οδηγούσε πολύ μακριά. Δεν είναι άλλωστε του παρόντος. Αυτό που έχει σημασία είναι η καλλιτεχνική έκφραση, το ίδιο το έργο.
—Το έχεις ήδη γράψει; Είναι τελείως έτοιμο;

—Το ‘γραψα βιαστικά μέσα σε μια μέρα. Χρειάζεται επομένως ξανακοίταγμα στις λεπτομέρειες. Ο βασικός μύθος, όμως, είναι έτοιμος. Δεν πρόκειται για ψυχολογικό δράμα — κάτι τέτοιο θα ήταν σχετικά εύκολο — αλλά για μια σύγκρουση όπως αυτή που βρίσκεται στην αρχαία τραγωδία. Με τη διαφορά ότι εκεί η υπερβατική δύναμη είναι η Μοίρα, η θέληση των θεών, ενώ εδώ είναι η ιστορική νομοτέλεια.
—Μπορείς να μας περιγράψεις καμιά σκηνή;
—Στο τέλος του έργου μένουν οι τρεις μάνες καθισμένες η καθεμιά στο πεζούλι της εξώπορτας. Πλέκουν. Έρχεται ο ταχυδρόμος και αναγγέλλει τον θάνατο του δευτέρου γιου. Η μάνα δεν αντιδρά πια. Εξακολουθεί και πλέκει. Και τότε, με μια ποιητική αφαίρεση, έρχονται οι πεθαμένοι γιοί αγκαλιά με το χάρο και χορεύουν ζεμπέκικο την ώρα που αντηχεί το τελευταίο τραγούδι:
«Κράτα την καρδιά σου
Μάνα γλυκιά και γώ ‘μαι
Ο γιος σου που γύρισε
Για μια σου ματιά…»

—Η μέχρι σήμερα πείρα σου από το κοινό, σου δίνει κουράγιο και ελπίδες ότι ένα τέτοιο έργο θα «πιάσει»; Τα τραγούδια του θα γίνουν κατανοητά;
—Θα ζωντανέψουν αφάνταστα με την εικόνα. Όπως η φυσιολογική εξέλιξη του Τραγουδιού το οδήγησε στη συνεργασία του με το θέατρο και γεννήθηκε η όπερα, πρέπει και το λαϊκό τραγούδι να γίνει ένα είδος όπερας. Κι όχι μόνο αυτό. Ζούμε στον 20ο αιώνα. Το τραγούδι πρέπει να συνδυασθεί και με τον κινηματογράφο που απλώνεται στις μεγάλες μάζες. Πιστεύω ότι αν οι Ιταλοί του 18ου αιώνα είχαν κινηματογράφο, θα ‘φτιαχναν απευθείας κινηματογραφική όπερα.
—Κι όμως το κοινό έχει δεχτεί το τραγούδι σαν αυτόνομο είδος, τόσα χρόνια τώρα. Οι λαϊκοί συνθέτες, άλλωστε, δεν έχουν κάνει ποτέ καμιά προσπάθεια να ανεβάσουν το λαϊκό τραγούδι σε ανώτερες μορφές. Θέλω δηλ. να πω ότι ενώ για τη «Δραπετσώνα» και το «Μάνα μου και Παναγιά» είχες ως ένα σημείο ένα προετοιμασμένο κοινό, για το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού» θα πρέπει μαζί με το καινούριο είδος να φτιάξεις και ένα καινούριο κοινό που θα το στηρίξει….
—Οι λαϊκοί συνθέτες που αναφέρεις, δεν προχωρούν πέρα από το τραγούδι, και μάλιστα το μεμονωμένο, ακριβώς γιατί είναι αυτό που είναι: Λαϊκοί συνθέτες. Στην αρχή, εντελώς συνειδητά, ταυτιζόμουν μαζί τους. Βέβαια όχι απολύτως (υπήρχε πάντα το προσωπικό στοιχείο). Τώρα όμως το στάδιο της μαθητείας έχει λήξει για μένα. Από δω κι εμπρός, η εξέλιξη προς συνθετότερες μορφές που θέλω να δώσω στο λαϊκό τραγούδι, είναι αυτό που, ηθελημένα πάλι, με ξεχωρίζει από αυτούς.
—Εξήγησέ μου κάτι. Οι λαϊκοί συνθέτες στα κέντρα όπου παίζουν, έρχονται σε άμεση, ζωντανή επαφή κάθε βράδυ με το κοινό τους. Εσύ δεν έχεις αυτή τη δυνατότητα. Πώς θ’ αποφύγεις τον κίνδυνο να γίνεις εγκεφαλικός, ν’ αποκοπείς από το κοινό αίσθημα;
—Υπάρχει τρόπος. Σ’ αυτό που λες έχεις δίκιο. Πράγματι, ο Τσιτσάνης πρώτα – πρώτα εκτελεί τα τραγούδια του μπροστά στο συγκεκριμένο κοινό του. Μέσα στη φωνή του, στην «πενιά» του, ο κάθε ακροατής διακρίνει χειροπιαστά, υλικά την αλήθεια ή το ψέμα. Ο δίσκος για τον Τσιτσάνη, είναι επιγενές φαινόμενο. Έρχεται πολύ αργότερα. Εγώ δεν παίζω μπουζούκι και δεν έχω μπροστά μου κάθε βράδυ συγκεκριμένο κοινό. Γι’ αυτό σκέφτηκα να οργανώσω «λαϊκές συναυλίες» στις γειτονιές και τις επαρχιακές πόλεις της Ελλάδος. Αυτός είναι ο τρόπος για να ‘ρθω κοντά στον κόσμο, «ενώπιος ενωπίω» με τούς φίλους της μουσικής μου. Θα ήμουν δε ευτυχής, αν αυτό μπορούσε να επεκταθεί και στην κλασσική μου μουσική.

— Μιλήστε σεις κ. Ρίτσο…

—Πώς αξιοποιείς αυτή την επαφή; Πώς βγάζεις τα συμπεράσματα που θέλεις, μ’ ένα λόγο πώς πλουτίζεσαι σαν δημιουργός, από αυτές τις συναυλίες;
—Να σου πω. Πρόκειται για μια συνεχή αλληλεπίδραση. Οι αντιδράσεις του κοινού περνάνε κατευθείαν επάνω μου. Όταν μια μερίδα κοινού ανιά, το νοιώθω στην πλάτη μου. Κι όταν πάλι εκτιμά σωστά μια δημιουργία μου χωρίς πρόχειρους ενθουσιασμούς, πάλι το αισθάνομαι. Θυμάμαι τι εντύπωση μου έκανε όταν πήγα στη λέσχη τού Ο.Φ.Ο.Ν. στην Κοκκινιά όπου φοιτητές και εργάτες μού εξήγησαν πόσο αγαπάνε, τι νομίζεις; Τους «Λιποτάκτες». Η διαπίστωση αυτή μού ‘δωσε φτερά.
—Παρατηρώ ότι στα τραγούδια σου αποφεύγεις τα θεαματικά φινάλε, από κείνα που είναι σαν να φωνάζουν: «Εδώ χειροκροτάνε».
—Πιστεύω ότι ένα καλό λαϊκό τραγούδι πρέπει να επιβάλλεται με την αξία του, χωρίς να χρειάζεται εξωτερικά στολίδια. Πριν από τη συναυλία στο Κεντρικό, πολλοί μου ‘λεγαν ότι τα τραγούδια μου θα ‘μεναν χωρίς χειροκρότημα ακριβώς γιατί δεν είχαν θεαματικό φινάλε. Η άμεση επαφή με το κοινό, όμως, τούς διέψευσε. Τέτοιου είδους εμπειρίες είναι πολύτιμες για ένα δημιουργό.
—Έχεις γράψει και τραγούδια, δύσκολα, χωρίς καμιά παραχώρηση στο κοινό γούστο. Δεν μιλάω για τους «Λιποτάκτες» που ύστερα από το δεύτερο – τρίτο άκουσμα γίνονται απαραίτητοι στον ακροατή και ασκούν μια παράξενη, αδιόρατη μαγεία επάνω του, μιλάω για τραγούδια όπως το «Στο παραθύρι στεκόσουν» του «Επιτάφιου», όπου μοιάζεις να μη θέλεις, σκόπιμα, να εξαντλήσεις τις δυνατότητές σου.
—Στο τραγούδι που αναφέρεις έχω κάνει επίτηδες τη μελωδία μονότονη σαν μαντινάδα για να αναδείξω τους στίχους που εδώ ολοκληρώνουν μια περιγραφή, διηγούνται κάτι συγκεκριμένο και πολύ όμορφο. Στο τραγούδι αυτό ο συνθέτης θεληματικά παραχωρεί τη θέση του στον ποιητή. Είναι σαν να του λέει: «Μιλήστε εσείς κύριε Ρίτσο, εγώ υποχωρώ».
»Παρατήρησα λοιπόν κι εδώ ότι ο κόσμος προσέχει ιδιαίτερα τα λόγια σ’ αυτό το τραγούδι, και τα σιγομουρμουρίζει μαζί με τον εκτελεστή. Σε βεβαιώ ότι κάθε συναυλία με πλουτίζει και με καινούριες εμπειρίες. Είναι αφάνταστο το πόσα μπορεί να σου πει το κοινό, φτάνει να ξέρεις να το ρωτήσεις…»

—Παρακολουθείς λοιπόν, τον κόσμο να ακούει τα τραγούδια σου. Μήπως τον παρακολουθείς και να τα τραγουδάει;
—Όσο πιο συχνά μπορώ. Τραγουδάω μαζί με τον κόσμο στις παρέες, τις εκδρομές, παντού. Πιστεύω ότι είμαι Έλληνας όχι αφηρημένα, θεωρητικά αλλά συγκεκριμένα τόσο στις μεγάλες γραμμές όσο και στις μικρές λεπτομέρειες. Και μια και μιλάμε για λεπτομέρειες, θα ‘χεις, σίγουρα, παρατηρήσει ότι το κέφι του Ρωμιού περνάει από διάφορα στάδια που έχουν πολύ ενδιαφέρον. Στην αρχή του γλεντιού, τραγουδούν όλοι μαζί χαρούμενα και φωναχτά τραγούδια από εκείνα που ο καθένας μπορεί να πει και να ξεσπάσει. Ύστερα, σιγά-σιγά, καταλαγιάζει κάπως το κέφι και η ατμόσφαιρα γίνεται πιο ρομαντική, με πιο πολλές αποχρώσεις. Εκεί συνήθως διακρίνεται ο τραγουδιστής της παρέας κι ακολουθούν οι άλλοι. Σ’ αυτό το στάδιο ανήκουν τα κρητικά τραγούδια τής τάβλας, τα ριζίτικα. Έχουν μια λεπτή μελαγχολία και πόνο. Τα δικά μου τραγούδια — εκτός από λίγα — ανήκουν βασικά στο δεύτερο αυτό είδος.

Η «Απαγωγή»

—Τα τραγούδια που γράφεις, παίρνουν σάρκα και οστά από τους ερμηνευτές που διάλεξες. Εκτός βέβαια από τους «Λιποτάκτες» όπου τραγουδάς ο ίδιος. Ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτούς σήμερα; Δικαίωσαν τις ελπίδες που στήριζες πάνω τους;
—Το τραγούδι μου στηρίζεται βασικά στο Μανώλη Χιώτη. Σήκωσε στην πλάτη του όλο το βάρος. Με το καταπληκτικό προσωπικό του ταλέντο κατόρθωσε να προσαρμοστεί, στις απαιτήσεις και του πιο δύσκολου τραγουδιού. Είναι έμπειρος και γνήσιος καλλιτέχνης με πολύ μεγάλες δυνατότητες. Αν είχε λιγότερο σκληρή ζωή, αν μορφωνόταν μουσικά όπως έπρεπε, θα μπορούσε, πιστεύω, να κάνει για το μπουζούκι ό,τι έκανε ο Σεγκόβια για την κιθάρα.
—Και για τους τραγουδιστές τι γνώμη έχεις; Άκουσα ανθρώπους να διερωτώνται αν η τραχεία και κάπως πρωτόγονη φωνή τους, βοηθάει την ερμηνεία των τραγουδιών σου….

Ένας Ινδός Μπαχ…

—Εδώ υπάρχει μια παρεξήγηση. Δεν υπάρχει πρωτογονισμός. Υπάρχει μια γνήσια λαϊκή Ελληνική κουλτούρα που έχει τις ρίζες της στην Ανατολή. Οι πολύπλοκες μελωδικές συνθέσεις των Ινδιών, πέρασαν στο Βυζάντιο όπου τους έγινε μια γενναία απλοποίηση. Όταν ο Πάπας Γρηγόριος στη Ρώμη, συγκέντρωσε τις μελωδίες απ’ την Ανατολή και έφτιαξε το Γρηγοριανό Μέλος, βγήκε κάτι στεγνό σαν σανίδι, ενώ η πρώτη πηγή ήταν ένα αραβούργημα. Οι μελωδίες αυτές πέρασαν στη Δύση, όπου απλουστεύτηκαν ακόμη περισσότερο.
»Σιγά – σιγά όμως, μετά την Αναγέννηση, η Δύση πήρε το σανίδι του Γρηγοριανού Μέλους και προσπάθησε να ανασυνθέσει το αραβούργημα χωρίς να καταφέρει να φτάσει τη συνθετότητα των πρώτων πηγών. Ο Ινδικός λαός ήταν πιο ανεπτυγμένος μουσικά από τούς Ευρωπαίους. Αν η εξέλιξή του δεν είχε ανακοπεί, θα βλέπαμε σήμερα θαύματα. Αν π.χ. υπήρχε ένας Ινδός Μπαχ, θα ήταν 100 φορές πιο ψηλά από τον Γερμανό Μπαχ. Η μεγάλη αυτή μουσική παράδοση πέρασε στη λαϊκή κουλτούρα, έγινε υπόστρωμα, ασυνείδητο κτήμα του Ινδικού λαού. Κάτι ανάλογο έγινε και στην Ελλάδα.

—Θέλεις δηλαδή να πεις ότι και στη χώρα μας υπάρχει μια λαϊκή μουσική κουλτούρα και ότι εκφραστές της είναι οι λαϊκοί τραγουδιστές;
—Όχι μόνο αυτοί. Κάθε Ρωμιός έχει μέσα του τέτοιες καταβολές. Ο Ελληνικός λαός είναι συνηθισμένος στις πολύπλοκες βυζαντινές μελωδίες. Το αυτί του τις «πιάνει», ξέρει να τις ξεχωρίζει και να τις εκτιμά. Οι λαϊκοί τραγουδιστές δεν είναι λοιπόν καθόλου «πρωτόγονοι» αλλά θεματοφύλακες μιας πολύ μεγάλης παράδοσης. Το τραγούδι του Έλληνα ψαρά και του βοσκού κρατά από τη «Μεγάλη του Γένους Σχολή» που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων.

Να στρογγυλέψουν οι αιχμές…

»Βέβαια πρέπει να αποφευχθούν ορισμένες ακρότητες, να στρογγυλέψουν ορισμένες αιχμές. Όταν όμως περνάμε τις γνησιότερες Ελληνικές μελωδίες με γυαλόχαρτο, για να γίνουν ουδέτερες, για να μην είναι «πρωτόγονες», μ’ ένα λόγο για να δυτικοφέρνουν, τότε δεν βοηθάμε καθόλου μα καθόλου την εξέλιξη της Νεοελληνικής μουσικής. Σ’ ό,τι αφορά ιδιαίτερα τη φωνή και τον τρόπο με τον οποίο τραγουδούν οι λαϊκοί τραγουδιστές, η διαδικασία βελτίωσής τους είναι ασταμάτητη και συνεχής, όπως συμβαίνει σε κάθε γνήσιο καλλιτέχνη.
»Πάρτε λ.χ. τη Μαίρη Λίντα. Η λαϊκή της προέλευση (ήταν εργάτρια σε υφαντουργείο) της δίνει ένα σίγουρο λαϊκό καλλιτεχνικό αισθητήριο. Από κει και πέρα τραγουδώντας κάθε βράδυ «στρώνει> όλο και περισσότερο την τεχνική της, απορρίπτοντας κάθε τι το περιττό και κρατώντας το ουσιώδες.

—Και οι άντρες τραγουδιστές;
—Συμβαίνει και μ’ αυτούς το ίδιο. Ο Μπιθικώτσης και ο Καζαντζίδης είναι σοφοί τραγουδιστές και από πείρα και από ένστικτο. Αν ο Μπιθικώτσης είναι πιο πολύ συνδεδεμένος μαζί μου στη συνείδηση του κοινού χάρη στον «Επιτάφιο», όπου με την απλότητα της φωνής του κατόρθωσε να δώσει όλο το νόημα της μουσικής, ο Καζαντζίδης, με την «Πολιτεία» έχοντας βασική διαφορά με τον Μπιθικώτση στην κατασκευή της φωνής, κατάφερε να δώσει απέραντο πλούτο έκφρασης, συγκίνησης και ρωμιοσύνης στα τραγούδια μου.
“Λαϊκοί ερμηνευτές, σοφοί από πείρα κι από ένστικτο”

Η «Απαγωγή»

Όμως ο Μίκης είναι σήμερα ό «άνθρωπος της ημέρας». Ο θριαμβευτής του 3ου Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού. Έδωσε ένα μόνο τραγούδι, την «Απαγωγή» και μ’ αυτό πήρε το πρώτο βραβείο. Μεγάλη πραγματικά επιτυχία. Όταν μιλάει για το τραγούδι του αυτό, το πρόσωπό του παίρνει έκφραση τρυφερή, νοσταλγική. Θυμάται την Κρήτη.
—Η «Απαγωγή» (σε δικούς μου στίχους) είναι το 12ο τραγούδι του κύκλου «Αρχιπέλαγος». Είναι πιο νησιώτικο από τη «Μυρτιά» και πιο λιτό. Η «Απαγωγή» έχει ένα ηθογραφικό φόντο και έντονο ερωτικό στοιχείο. Αναφέρεται στο χωριό μου, τον «Κάτω Γαλατά», και γενικά στην Κρήτη. Γι’ αυτό προτίμησα να δώσω αυτό το τραγούδι στο Φεστιβάλ, θέλοντας να προβάλω την ιδιαίτερή μου πατρίδα, παρ’ όλο που είχα την ευχέρεια να επιλέξω ανάμεσα στα 12 του «Αρχιπελάγους» και τα 6 της «Πολιτείας», τραγούδια που δεν θα είχαν αντιπάλους.
»Θέλω ακόμα να σου πω κάτι. Νομίζω ότι πεδίο σύγκρισης υπάρχει μόνο με τα τραγούδια του Χατζηδάκι. Άλλωστε με τον Μάνο νομίζω ότι ζούμε παράλληλα και θα ‘πρεπε να επικρατεί μεταξύ μας ένα κλίμα ευγενικής άμιλλας. Δυστυχώς μερικοί προσπάθησαν να μας μετατρέψουν σε άλογα του ιπποδρομίου, και το Φεστιβάλ στην τελική μεγάλη κούρσα. Αυτό νομίζω ότι δεν είναι σωστό, και αλλοιώνει, χωρίς λόγο, τα αισθήματά μας.»
Ο Μίκης έχει απέραντη υπομονή με τους «Δρόμους». Θα ήταν διατεθειμένος να μας εξηγήσει ακόμα χίλια δυο πράγματα. Είναι όμως κατάκοπος και πρέπει να ξεκουραστεί γιατί οι μέρες του είναι γεμάτες από δουλειά. Τον αποχαιρετούμε λέγοντάς του:
—Σε παρουσιάσαμε στο Ελληνικό κοινό στην πρώτη φάση της προσπάθειάς σου, τον Οκτώβρη του 1960. Σε παρουσιάζουμε σήμερα στη δεύτερη φάση, όταν πια επιχειρείς να ξεπεράσεις τους κύκλους των τραγουδιών και να δημιουργήσεις κάτι πιο σύνθετο, πιο ολοκληρωμένο. Σου δίνουμε τώρα ραντεβού για την τρίτη φάση, όταν μετά την επιτυχία του «Άξιον Εστί» και του «Τραγουδιού για το Νεκρό Αδερφό», θ’ αρχίσεις να προβληματίζεσαι πάνω σε νέες, ακόμη τολμηρότερες μορφές.

—Σύμφωνοι, μου απάντησε γελώντας.


Παληοτάκης
Για το blog των Λαμπράκηδων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου